греко » немецкий

Переводы „κράτηση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

κράτησ|η <-εις> [ˈkratisi] SUBST ж.

1. κράτηση ЮРИД.:

κράτηση
Haft ж.
αναγκαστική κράτηση
Beugehaft ж.
κράτηση σε απομόνωση
κράτηση προς έκδοση
κράτηση στο εξωτερικό
άδεια ж. από την κράτηση
ανικανότητα ж. προς κράτηση
Haftgrund м.

2. κράτηση (από μισθό):

κράτηση
Abzug м.

3. κράτηση (μη παράδοση, συγκράτηση):

κράτηση

4. κράτηση (θέσης):

κράτηση
κράτηση δωματίου
κράτηση θέσης

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский