греко » немецкий

λεπτύνω

λεπτύνω s. λεπταίνω

Смотри также λεπταίνω

I . λεπτ|αίνω [lɛpˈtɛnɔ], λεπτ|ύνω [lɛpˈtinɔ] <-υνα> VERB перех.

1. λεπταίνω (κάνω λεπτότερο):

2. λεπταίνω (μύτη μολυβιού):

3. λεπταίνω (τους τρόπους κτλ):

II . λεπτ|αίνω [lɛpˈtɛnɔ], λεπτ|ύνω [lɛpˈtinɔ] <-υνα> VERB неперех.

1. λεπταίνω (γίνομαι λεπτότερος):

2. λεπταίνω (αδυνατίζω):

I . λεπτ|αίνω [lɛpˈtɛnɔ], λεπτ|ύνω [lɛpˈtinɔ] <-υνα> VERB перех.

1. λεπταίνω (κάνω λεπτότερο):

2. λεπταίνω (μύτη μολυβιού):

3. λεπταίνω (τους τρόπους κτλ):

II . λεπτ|αίνω [lɛpˈtɛnɔ], λεπτ|ύνω [lɛpˈtinɔ] <-υνα> VERB неперех.

1. λεπταίνω (γίνομαι λεπτότερος):

2. λεπταίνω (αδυνατίζω):

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский