греко » немецкий

τιμή [tiˈmi] SUBST ж.

1. τιμή (ανθρώπου):

τιμή
Ehre ж.
με τιμή +род.
με τιμή +род.
zu Ehren +род.

2. τιμή (αξία πράγματος):

τιμή
Preis м.
τι τιμή έχει;
ειδική τιμή
αγοραία τιμή
τιμή αγοράς
αγροτική τιμή
τιμή αναγωγής
erwartete Preise м. мн.
τιμή αναφοράς ЭКОН.
ανώτατη τιμή
αρχική τιμή
αρχική τιμή
βασική τιμή
τιμή έκδοσης ФИНАНС.
ελάχιστη τιμή
ενιαία τιμή
Mietpreis м.
τιμή εξαγωγής
Preisniveau ср.
Preissegment ср.
καθαρή τιμή
κατευθυνόμενη τιμή ЭКОН.
τιμή κλεισίματος ФИНАНС.
τιμή κόστους
σε τιμή κόστους
λιανική τιμή
μέγιστη τιμή
μικτή τιμή
μειωμένη τιμή
μέση τιμή
ολική τιμή
Preisangebot ср.
τιμή πώλησης
stabile Preise м. мн.
Festpreis м.
τιμή στόχου
Zielpreis м.
συνολική τιμή
Preissystem ср.
τιμή τίτλων
χοντρική τιμή
τιμή (του) χρυσού
Goldpreis м.

3. τιμή (τιμή μέτρησης):

τιμή ФИЗ., ХИМ., МЕД.
Wert м.
απόλυτη τιμή
αρχική τιμή
ελάχιστη τιμή
κρίσιμη τιμή
μέση τιμή
μέση τετραγωνική τιμή ЭЛЕКТР.
οριακή τιμή
Grenzwert м.
Abgasgrenzwert м. ед.

τιμή

Статья, составленная пользователем

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский