греко » немецкий

χαρακτήρας [xarakˈtiras], χαραχτήρας [xaraxˈtiras] SUBST м.

2. χαρακτήρας (γραφικός):

Schrift ж.

3. χαρακτήρας ТИПОГР.:

Type ж.

I . χαρακτηρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [xaraktiˈrizɔ] VERB перех.

2. χαρακτηρίζω (διακρίνω):

II . χαρακτηρίζομαι VERB возвр. гл. (διακρίνομαι)

διαρρήκτης [ðiaˈriktis], διαρρήχτης [ðiaˈrixtis], διαρρήκτρια [ðiaˈriktria], διαρρήχτρια [ðiaˈrixtria] SUBST м./ж.

κατακτητής [kataktiˈtis], καταχτητής [kataxtiˈtis] SUBST м., κατακτήτρια [katakˈtitria] SUBST ж.

χαρακτηρισμός [xaraktirizˈmɔs] SUBST м.

χαράκτης (χαράκτρια) [xaˈraktis, xaˈraktria] SUBST м./ж. (ж.)

χαράκτης (χαράκτρια)
Graveur(in) м. (ж.)

χαρακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [xaraˈkɔnɔ] VERB перех.

1. χαρακώνω (χαρτί):

2. χαρακώνω (προκαλώ γρατσουνιές):

χαραμάδα [xaraˈmaða] SUBST ж.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский