греко » немецкий

Переводы „ενδογενής“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

ενδογεν|ής <-ής, -ές> [ɛnðɔjɛˈnis] ПРИЛ.

1. ενδογενής (εσωτερικός):

ενδογενής
ενδογενής ανάπτυξη ЭКОН.

2. ενδογενής:

ενδογενής МЕД., ПСИХОЛ., БОТАН., ГЕОЛ., СТАТ.
ενδογενής μεταβλητή

3. ενδογενής ЭЛЕКТР.:

ενδογενής αγωγιμότητα
ενδογενής αντίσταση

Примеры со словом ενδογενής

ενδογενής ανάπτυξη ЭКОН.
ενδογενής αντίσταση
ενδογενής αγωγιμότητα
ενδογενής μεταβλητή

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский