греко » немецкий

Переводы „έξοδος“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

έξοδος [ˈɛksɔðɔs] SUBST ж.

1. έξοδος (η πράξη: από αίθουσα):

έξοδος
Verlassen ср.
η έξοδος από την αίθουσα

2. έξοδος (από χώρα):

έξοδος από

3. έξοδος (πλήθους):

έξοδος από
Auszug м. aus

4. έξοδος (από υπηρεσία):

έξοδος από

5. έξοδος (υγρού, αερίου):

έξοδος από
έξοδος αερίων

6. έξοδος (κτιρίου):

έξοδος
Ausgang м.
κύρια έξοδος
μπροστινή έξοδος
πίσω/πισινή έξοδος
έξοδος κινδύνου

7. έξοδος (για οχήματα):

έξοδος
Ausfahrt ж.

8. έξοδος РЕЛИГ.:

der Exodus м.

Примеры со словом έξοδος

βοηθητική έξοδος
έξοδος αερίων
κύρια έξοδος
μπροστινή έξοδος
έξοδος κινδύνου
πίσω/πισινή έξοδος
η έξοδος από την αίθουσα

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский