немецко » греческий

Переводы „ανθρώπινο“ в словаре немецко » греческий (Перейти к греко » немецкий)

ανθρώπινο δυναμικό ср.
ανθρώπινο κεφάλαιο ср.
ανθρώπινο λάθος
Menschentum (das Menschsein) ср. высок.
ανθρώπινο πνεύμα ср.
ανθρώπινο δικαίωμα ср.
ανθρώπινο σώμα
ένα ανθρώπινο ερείπιο
ανθρώπινο εργατικό δυναμικό ср.
το ανθρώπινο σώμα
ανθρώπινοι πόροι м. мн. ανθρώπινο κεφάλαιο ср.
греко » немецкий

Переводы „ανθρώπινο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ανθρώπινο δικαίωμα
ανθρώπινο λάθος
ανθρώπινο κεφάλαιο
ανθρώπινο δυναμικό
Arbeitskräfte ж. мн.
ανθρώπινο σώμα
ανθρώπινο δυναμικό ЭКОН.
Arbeitskräfte ж. мн.
το ανθρώπινο γένος

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский