греко » немецкий

διανεμητής (διανεμήτρια) [ðianɛmiˈtis, ðianɛˈmitria] SUBST м./ж. (ж.)

διανεμητής (διανεμήτρια)
Verteiler(in) м. (ж.)

διανεμητικ|ός <-ή, -ό> [ðianɛmitiˈkɔs] ПРИЛ.

1. διανεμητικός:

Verteilungs-

διαρρήκτης [ðiaˈriktis], διαρρήχτης [ðiaˈrixtis], διαρρήκτρια [ðiaˈriktria], διαρρήχτρια [ðiaˈrixtria] SUBST м./ж.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский