греко » немецкий
Вы видите похожие результаты διορθωτικά , διορθωτικό и διορθωτής

διορθωτής (διορθώτρια) [ðiɔrθɔˈtis, ðiɔrˈθɔtria] SUBST м./ж. (ж.)

1. διορθωτής (τυπογραφικών δοκιμίων):

διορθωτής (διορθώτρια)
Korrektor(in) м. (ж.)

2. διορθωτής (πινάκων):

διορθωτής (διορθώτρια)
Restaurator(in) м. (ж.)

διορθωτικό [ðiɔrθɔtiˈkɔ] SUBST ср.

1. διορθωτικό (υγρό):

2. διορθωτικό (ταινία):

διορθωτικά [ðiɔrθɔtiˈka] SUBST ср. мн.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский