греко » немецкий

διαλεκτική [ðialɛktiˈci] SUBST ж.

δυσανεκτικ|ός [ðisanɛktiˈkɔs] ПРИЛ. МЕД.

δυσλεξικ|ός <-ή, -ό> [ðislɛksiˈkɔs] ПРИЛ.

δυσλεξία [ðislɛˈksia] SUBST ж.

διδακτική [ðiðaktiˈci] SUBST ж.

διατακτική [ðiataktiˈci] SUBST ж.

λεκτικ|ός <-ή, -ό> [lɛktiˈkɔs] ПРИЛ.

1. λεκτικός (σχετιζόμενος με τη γλώσσα):

sprachlich, Sprach-

2. λεκτικός (σχετιζόμενος με τη λέξη):

Wort-

I . εκλεκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛklɛktiˈkɔs] ПРИЛ. (αγοραστής κτλ)

II . εκλεκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛklɛktiˈkɔs] SUBST м./ж. (οπαδός του εκλεκτικισμού)

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский