греко » немецкий

Переводы „εκτυπωτής“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εκτυπωτής [ɛktipɔˈtis] SUBST м. (τεχνίτης και συσκευή)

εκτυπωτής
Drucker м.
εκτυπωτής γραφικών (μεγάλος)
Plotter м.
matrix εκτυπωτής
εκτυπωτής ακίδων
αμφίδρομος εκτυπωτής
θερμικός εκτυπωτής
εκτυπωτής λέιζερ
έγχρωμος εκτυπωτής λέιζερ
εκτυπωτής ψεκασμού (μελάνης)

Примеры со словом εκτυπωτής

εκτυπωτής м. ψεκασμού
εκτυπωτής γραφικών (μεγάλος)
matrix εκτυπωτής
εκτυπωτής ακίδων
αμφίδρομος εκτυπωτής
θερμικός εκτυπωτής
εκτυπωτής λέιζερ
έγχρωμος εκτυπωτής λέιζερ
εκτυπωτής ψεκασμού (μελάνης)

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский