- ενέργεια
- Wirkung ж.
- ενέργεια
- Energie ж.
-
- Energiemarkt м.
-
- Energieform ж.
-
- Energiemenge ж.
- αιολική ενέργεια
- Windenergie ж.
- ατομική ενέργεια
- Atomenergie ж.
- γεωθερμική ενέργεια
-
- ηλεκτρική ενέργεια
-
- ηλεκτρομαγνητική ενέργεια
-
- ηλιακή ενέργεια
-
- θερμική ενέργεια
-
- θερμική ενέργεια
- Wärmeenergie ж.
- κινητική ενέργεια
-
- μαγνητική ενέργεια
-
- μαγνητοστατική ενέργεια
-
- μηχανική ενέργεια
-
- πυρηνική ενέργεια
- Kernenergie ж.
- υδροδυναμική ενέργεια
- Wasserkraft ж.
- υδροηλεκτρική ενέργεια
-
- φωτεινή ενέργεια
- Lichtenergie ж.
-
- Energiekosten мн.
-
- Kraftwerk ср.
- (ανανεώσιμη) πηγή ж. ενέργειας
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- ενέργεια ж. πλέγματος
- ενέργεια ж. συντονισμού
- ενέργεια ж. ιοντισμού
- ενέργεια ж. ανάκρουσης
- γεωθερμική ενέργεια