греко » немецкий

Переводы „θεώρημα“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

θεώρημα [θɛˈɔrima] SUBST ср.

θεώρημα
Lehrsatz м.
θεώρημα
Theorem ср.
πυθαγόρειο θεώρημα
πυθαγόρειο θεώρημα

Примеры со словом θεώρημα

διωνυμικό θεώρημα
πυθαγόρειο θεώρημα
θεώρημα ср. της αρχικής τιμής
θεώρημα ср. της αμοιβαιότητας
θεώρημα ср. του συμπαγούς
θεώρημα ср. της σύγκλισης

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский