греко » немецкий

Переводы „κληρονομιά“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

κληρονομιά [klirɔnɔˈmɲa] SUBST ж.

1. κληρονομιά (μεταβίβαση περιουσίας):

κληρονομιά
Vererbung ж.

3. κληρονομιά перенос. (πολιτιστική):

κληρονομιά
Erbe ср.
αρχιτεκτονική κληρονομιά
πολιτιστική κληρονομιά

Примеры со словом κληρονομιά

αρχιτεκτονική κληρονομιά
πολιτιστική κληρονομιά
παραίτηση ж. από την κληρονομιά
μητρική/πατρική κληρονομιά

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский