διακύμανσ|η <-εις> [ðiaˈcimansi] SUBST ж.
-
Schwankung ж.
-
διακυμάνσεις ж. мн. απασχόλησης (σε επιχείρηση)
-
διακυμάνσεις ж. мн. επιτοκίων
-
διακυμάνσεις ж. мн. τιμής
-
ανάλυση ж. διακύμανσης ЭКОН.
-
εύρος ср. διακύμανσης