греко » немецкий

προβοκάτορας (προβοκατόρισσα) [prɔvɔˈkatɔras, prɔvɔkaˈtɔrisa] SUBST м./ж. (ж.)

προβοκάτορας (προβοκατόρισσα)
Provokateur(in) м. (ж.)

προβοκάτσια [prɔvɔˈkatsça] SUBST ж.

αυτοκράτορας [aftɔˈkratɔras] SUBST м., αυτοκρατόρισσα, αυτοκράτειρα [aftɔkraˈtɔrisa [ή aftɔˈkratira] ] SUBST ж.

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST м., προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST ж.

καραβοκύρ|ης <-ηδες> [karavɔˈciris] SUBST м., καραβοκύρισσα [karavɔˈcirisa] SUBST ж.

1. καραβοκύρης (πλοιοκτήτης):

Schiffseigentümer(in) м. (ж.)

2. καραβοκύρης (πλοίαρχος):

Kapitän м.

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST ж.

προβατοτροφία [prɔvatɔtrɔˈfia] SUBST ж.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский