греко » немецкий

σκεπτικιστής (σκεπτικίστρια) [scɛpticisˈtis, scɛptiˈcistria] SUBST м./ж. (ж.)

σκεπτικιστής (σκεπτικίστρια)
Skeptiker(in) м. (ж.)

σκεπτικισμός [scɛpticizˈmɔs] SUBST м.

ευρωσκεπτικιστής (ευρωσκεπτικίστρια) [ɛvrɔscɛpticisˈtis, ɛvrɔscɛptiˈcistria] SUBST м./ж. (ж.)

σκεπτικό [scɛptiˈkɔ] SUBST ср. ЮРИД.

σκεπτικ|ός [scɛptiˈkɔs], σκεφτικ|ός [scɛftiˈkɔs] <-ή, -ό> ПРИЛ.

1. σκεπτικός (συλλογισμένος):

2. σκεπτικός (όχι πεισμένος):

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский