греко » немецкий

Переводы „συμπληρωματικός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

συμπληρωματικ|ός <-ή, -ό> [simblirɔmatiˈkɔs] ПРИЛ.

1. συμπληρωματικός (που συμπληρώνει):

συμπληρωματικός
ergänzend, Ergänzungs-

2. συμπληρωματικός (πρόσθετος):

συμπληρωματικός
Zusatz-, zusätzlich
συμπληρωματικός φόρος

Примеры со словом συμπληρωματικός

συμπληρωματικός φόρος

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский