греко » немецкий

Переводы „συμπολεμίστρια“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

συμπολεμιστής (συμπολεμίστρια) [simbɔlɛmisˈtis, simbɔlɛˈmistria] SUBST м./ж. (ж.)

1. συμπολεμιστής ВОЕН.:

συμπολεμιστής (συμπολεμίστρια)

2. συμπολεμιστής (συναγωνιστής):

συμπολεμιστής (συμπολεμίστρια)
Mitstreiter(in) м. (ж.)

πολεμίστρα [pɔlɛˈmistra] SUBST ж.

συμπολιτεία [simbɔliˈtia] SUBST ж.

συμπολυμερές [simbɔlimɛˈrɛs] SUBST ср. ХИМ.

πολεμιστής (πολεμίστρια) [pɔlɛmisˈtis, pɔlɛˈmistria] SUBST м./ж. (ж.)

1. πολεμιστής ВОЕН.:

Krieger(in) м. (ж.)

2. πολεμιστής (μαχητής):

Kämpfer(in) м. (ж.)

πολεμιστήρι|ος <-α, -ο> [pɔlɛmisˈtiriɔs] ПРИЛ.

συμπολυμερισμός [simbɔlimɛrizˈmɔs] SUBST м.

συμπολίτης (συμπολίτισσα) [simbɔˈlitis, simbɔˈlitisa] SUBST м./ж. (ж.)

συμπεθεριά [simbɛθɛˈri̯a] SUBST ж.

συμπονετικ|ός <-ή, -ό> [simbɔnɛtiˈkɔs] ПРИЛ.

συμμετρία [simɛˈtria] SUBST ж.

1. συμμετρία (αρμονία):

Ebenmaß ср.

βερμπαλιστής [vɛrbalisˈtis] SUBST м., βερμπαλίστρια [vɛrbaˈlistria] SUBST ж.

σαξοφωνίστας [saksɔfɔˈnistas] SUBST м., σαξοφωνίστα [saksɔfɔˈnista], σαξοφωνίστρια [saksɔfɔˈnistria] SUBST ж.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский