греко » немецкий

σχολιαστής [sxɔliasˈtis] SUBST м.

σχολιασμός [sxɔliazˈmɔs] SUBST м.

I . σχολαστικ|ός <-ή, -ό> [sxɔlastiˈkɔs] ПРИЛ.

1. σχολαστικός φιλος:

2. σχολαστικός (μικρολόγος):

II . σχολαστικ|ός [sxɔlastiˈkɔs] SUBST м.

σχόλασμα [ˈsxɔlazma] SUBST ср.

1. σχόλασμα (τέλος εργασίας):

2. σχόλασμα ШКОЛА:

3. σχόλασμα (απόλυση):

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский