греко » немецкий

Переводы „σύντροφος“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

σύντροφος (συντρόφισσα) [ˈsindrɔfɔs, sinˈdrɔfisa] SUBST м./ж. (ж.)

1. σύντροφος (γενικά: φίλος):

σύντροφος (συντρόφισσα)
Kamerad(in) м. (ж.)

2. σύντροφος (ζευγαριού):

σύντροφος (συντρόφισσα)
Partner(in) м. (ж.)
σύντροφος του βίου
Lebenspartner(in) м. (ж.)

3. σύντροφος (σύζυγος):

σύντροφος (συντρόφισσα)
Ehepartner(in) м. (ж.)

4. σύντροφος ТОРГ. (συνέταιρος):

σύντροφος (συντρόφισσα)
Geschäftspartner(in) м. (ж.)

5. σύντροφος (προσφώνηση μεταξύ κομουνιστών):

σύντροφος (συντρόφισσα)
Genosse м. (Genossin) ж.

Примеры со словом σύντροφος

σύντροφος του βίου
Lebenspartner(in) м. (ж.)

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский