греко » немецкий

I . τρωγλοδύτης (τρωγλοδύτισσα) [trɔɣlɔˈðitis, trɔɣlɔˈðitisa] SUBST м./ж. (ж.)

τρωγλοδύτης (τρωγλοδύτισσα)
Höhlenbewohner(in) м. (ж.)

II . τρωγλοδύτης (τρωγλοδύτισσα) [trɔɣlɔˈðitis, trɔɣlɔˈðitisa] SUBST м. (ж.) (πουλί)

τρωγλοδύτης (τρωγλοδύτισσα)

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST м., προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST ж.

τσιφούτης [tsiˈfutis] SUBST м., τσιφούτα [tsiˈfuta], τσιφούτισσα [tsiˈfutisa] SUBST ж.

πρωτεργάτης [prɔtɛrˈɣatis] SUBST м., πρωτεργάτισσα [prɔtɛrˈɣatisa], πρωτεργάτρια [prɔtɛrˈɣatria] SUBST ж.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский