греко » немецкий

υαλοκαθαριστήρας

υαλοκαθαριστήρας s. γυαλοκαθαριστήρας

Смотри также γυαλοκαθαριστήρας

γυαλοκαθαριστήρας [jalɔkaθarisˈtiras] SUBST м.

γυαλοκαθαριστήρας [jalɔkaθarisˈtiras] SUBST м.

αεροκαθαριστήρας [aɛrɔkaθarisˈtiras] SUBST м.

στεγνοκαθαριστήριο [stɛɣnɔkaθarisˈtiriɔ] SUBST ср.

κιθαριστής [ciθarisˈtis], κιθαρίστας [ciθaˈristas] SUBST м., κιθαρίστρια [ciθaˈristria] SUBST ж.

οδοκαθαριστής (οδοκαθαρίστρια) [ɔðɔkaθarisˈtis, ɔðɔkaθaˈristria] SUBST м./ж. (ж.)

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский