греко » немецкий

Переводы „επεισόδιο“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

επεισόδιο [ɛpiˈsɔðiɔ] SUBST ср.

1. επεισόδιο (απροσδόκητο περιστατικό):

επεισόδιο

2. επεισόδιο (λογομαχία):

επεισόδιο

3. επεισόδιο (περιπέτεια της ζωής) ЛИТ.:

επεισόδιο
Episode ж.

4. επεισόδιο (βίωμα):

επεισόδιο
Erlebnis ср.

5. επεισόδιο МЕД. (προσβολή):

επεισόδιο
Anfall м.
καρδιακό επεισόδιο
εγκεφαλικό επεισόδιο

Примеры со словом επεισόδιο

καρδιακό επεισόδιο
εγκεφαλικό επεισόδιο

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский