греко » немецкий

κανονισμός [kanɔnizˈmɔs] SUBST м.

1. κανονισμός (η ενέργεια):

κανονισμός
Regelung ж.

2. κανονισμός (σύνολο διατάξεων):

κανονισμός
Ordnung ж.

3. κανονισμός МЕХАН. (ρύθμιση):

κανονισμός

κανονισμός SUBST

Статья, составленная пользователем
κανονισμός (διάταξη)

Примеры со словом κανονισμός

κανονισμός м. τελών ЮРИД.
κανονισμός м. διαιτησίας
κανονισμός м. χρήσης ЮРИД.
κανονισμός м. εξετάσεων

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский