греко » немецкий

Переводы „ανάληψη“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

ανάληψ|η <-εις> [aˈnalipsi] SUBST ж.

1. ανάληψη (δουλειάς, ευθύνης):

ανάληψη
ανάληψη της εγγύησης
ανάληψη της εγγύησης

2. ανάληψη (χρημάτων):

ανάληψη
Abhebung ж.
κάνω ανάληψη (χρημάτων)
ανάληψη μετρητών
ανάληψη χρημάτων

3. ανάληψη (διαπραγματεύσεων):

ανάληψη
Aufnahme ж.
ανάληψη δανείου
ανάληψη δανείου

Примеры со словом ανάληψη

ανάληψη ж. χρεών
ανάληψη ж. μετοχών
ανάληψη ж. κινδύνου
ανάληψη ж. απαιτήσεων
ανάληψη ж. εγγύησης
ανάληψη ж. κερδών
ανάληψη ж. μετρητών
ανάληψη μετρητών
ανάληψη χρημάτων
ανάληψη δανείου
ανάληψη ж. της περιουσίας
ανάληψη ж. των εξόδων
ανάληψη της εγγύησης
κάνω ανάληψη (χρημάτων)

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский