немецко » греческий

Переводы „αγωνιστικό“ в словаре немецко » греческий (Перейти к греко » немецкий)

αγωνιστικό ηθικό ср.
αγωνιστικό ποδήλατο ср.
αγωνιστικό αυτοκίνητο ср.
einen Wagen hochstylen АВТО.
μετατρέπω ένα αμάξι σε αγωνιστικό
греко » немецкий

Переводы „αγωνιστικό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αγωνιστικό ελαστικό
αγωνιστικό έλκηθρο (κλειστό)
αγωνιστικό αυτοκίνητο
Rennwagen м.
αγωνιστικό λάστιχο
αγωνιστικό αυτοκίνητο
Rennwagen м.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский