греко » немецкий

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST ж.

αρπιστής (αρπίστρια) [arpisˈtis, arˈpistria] SUBST м./ж. (ж.)

αρπιστής (αρπίστρια)
Harfenist(in) м. (ж.)
αρπιστής (αρπίστρια)
Harfenspieler(in) м. (ж.)

δράστης [ˈðrastis] SUBST м., δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST ж.

παρουσιάστρια [parusiˈastria] SUBST ж. ТВ

αρπιστικ|ός <-ή, -ό> [arpistiˈkɔs] ПРИЛ.

ζαχαροπλάστης [zaxarɔˈplastis] SUBST м., ζαχαροπλάστισσα [zaxarɔˈplastisa], ζαχαροπλάστρια [zaxarɔˈplastria] SUBST ж.

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST м., φασίστρια [faˈsistria] SUBST ж.

καπίστρι [kaˈpistri] SUBST ср.

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST м., αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST ж.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский