греко » немецкий

διεκδικητής (διεκδικήτρια) [ðiɛkðiciˈtis, ðiɛkðiˈcitria] SUBST м./ж. (ж.)

διεκδικητής (διεκδικήτρια)
Anwärter(in) м. (ж.)
Thronanwärter(in) м. (ж.)

διεκδικητικ|ός <-ή, -ό> [ðiɛkðicitiˈkɔs] ПРИЛ.

2. διεκδικητικός (άνθρωπος):

διεκδίκησ|η <-εις> [ðiɛkˈðicisi] SUBST ж.

2. διεκδίκηση (στον πολιτικό χώρο):

Forderung ж.

διεκδικ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [ðiɛkðiˈkɔ] VERB перех. (αξιώνω)

εκδικητής (εκδικήτρια) [ɛkðiciˈtis, ɛkðiˈcitria] SUBST м./ж. (ж.)

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский