немецко » греческий

Переводы „εισαγωγικό“ в словаре немецко » греческий (Перейти к греко » немецкий)

εισαγωγικό εμπόριο ср.
εισαγωγικό πλεόνασμα ср.
εισαγωγικό δάνειο ср.
εισαγωγικό τέλος ср.
Importüberschuss ЭКОН., ФИНАНС.
εισαγωγικό πλεόνασμα ср.
εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο
греко » немецкий

Переводы „εισαγωγικό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εισαγωγικό εμπόριο
εισαγωγικό εμπόριο
εισαγωγικό πλεόνασμα
εισαγωγικό πλεόνασμα
εισαγωγικό εμπόριο
εισαγωγικό εμπόριο

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский