немецко » греческий

Переводы „εισπράξεις“ в словаре немецко » греческий (Перейти к греко » немецкий)

εισπράξεις ж. мн.
Geldeingänge ФИНАНС., ЭКОН.
εισπράξεις ж. мн. μετρητών
εισπράξεις ж. мн. μετρητών
εισπράξεις ж. мн. μιας ημέρας
греко » немецкий

Переводы „εισπράξεις“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εισπράξεις ж. мн. εισφορών
Beitragseinnahmen ж. мн.
εισπράξεις ж. мн. μετρητών
Bareinnahmen ж. мн.
εισπράξεις ж. мн. πωλήσεων
Verkaufserlöse м. мн.
μικτές εισπράξεις
Bruttoeinnahmen ж. мн.
εισπράξεις ж. мн. εισφορών
Beitragseinnahmen ж. мн.
ακαθάριστες εισπράξεις
οι εισπράξεις мн. της ημέρας
die Tageseinnahmen ж. мн.
ακαθάριστες/μικτές εισπράξεις
εισπράξεις ж. мн. από εξαγωγές
Exporterlös м. ед.
εισπράξεις ж. мн. σε συνάλλαγμα
Deviseneinnahmen ж. мн.
οι εισπράξεις (δεν) καλύπτουν τα έξοδα

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский