καλλιέργεια [kaliɛrˈjia] SUBST ж.
1. καλλιέργεια (γης):
-
Bebauung ж.
3. καλλιέργεια (μαργαριταριών):
-
Züchtung ж.
4. καλλιέργεια (γλώσσας, επιστήμης):
-
Pflege ж.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пришлите нам новую статью.