греко » немецкий

καλλιεργητής (καλλιεργήτρια) [kaliɛrjiˈtis, kaliɛrˈjitria] SUBST м./ж. (ж.)

1. καλλιεργητής (γεωργός):

καλλιεργητής (καλλιεργήτρια)
Landwirt(in) м. (ж.)

2. καλλιεργητής (μαργαριταριών):

καλλιεργητής (καλλιεργήτρια)
Züchter(in) м. (ж.)

καλλιέργεια [kaliɛrˈjia] SUBST ж.

1. καλλιέργεια (γης):

Bebauung ж.

3. καλλιέργεια (μαργαριταριών):

Züchtung ж.

4. καλλιέργεια (γλώσσας, επιστήμης):

Pflege ж.

καλλιεργημέν|ος <-η, -ο> [kaliɛrjiˈmɛnɔs] ПРИЛ. (άνθρωπος)

καλλιεργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kaliɛrˈɣɔ] VERB перех.

1. καλλιεργώ (γη):

2. καλλιεργώ (φυτά):

3. καλλιεργώ (μαργαριτάρια):

4. καλλιεργώ (γλώσσα, επιστήμη, γράμματα):

ακαλλιέργητ|ος <-η, -ο> [akaliˈɛrjitɔs] ПРИЛ.

1. ακαλλιέργητος (χωράφι):

Ödland ср.

2. ακαλλιέργητος (άνθρωπος):

βιοκαλλιεργητής [viɔkaliɛrjiˈtis] SUBST м.

καλλιεργήσιμ|ος <-η, -ο> [kaliɛrˈjisimɔs] ПРИЛ. (έδαφος)

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский