греко » немецкий

Переводы „κοπρίτισσα“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST ж.

κοπρίτης (κοπρίτισσα) [kɔˈpritis, kɔˈpritisa] SUBST м./ж. (ж.)

κοπρίτης (κοπρίτισσα)
Faulpelz м.

κοπροφαγία [kɔprɔfaˈjia] SUBST ж. ЗООЛ.

κοπρόλιθος [kɔˈprɔliθɔs] SUBST м. ГЕОЛ.

λιόντισσα [ˈʎɔndisa] SUBST ж.

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST м., αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST ж.

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) м. (ж.)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) м. (ж.)

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST м., αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST ж.

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST м., προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST ж.

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST м., φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST ж.

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST м., σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST ж.

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST м., συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST м./ж.

κουτσοδόντ|ης <-ηδες> [kutsɔˈðɔndis] SUBST м., κουτσοδόντα [kutsɔˈðɔnda], κουτσοδόντισσα [kutsɔˈðɔndisa] SUBST ж.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский