греко » немецкий

Переводы „ντροπιαστική“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

αποτροπιαστικ|ός <-ή, -ό> [apɔtrɔpçastiˈkɔs] ПРИЛ.

ιατροδικαστική [jatrɔðikastiˈci] SUBST ж.

ντροπιασμέν|ος <-η, -ο> [drɔpçazˈmɛnɔs] ПРИЛ.

ντρόπιασμα [ˈdrɔpçazma] SUBST ср. (μπροστά σε κόσμο)

κοπιαστικ|ός <-ή, -ό> [kɔpçastiˈkɔs] ПРИЛ.

πηλοπλαστική [pilɔplastiˈci] SUBST ж.

ζαχαροπλαστική [zaxarɔplastiˈci] SUBST ж.

μαστοπλαστική [mastɔplastiˈci] SUBST ж. МЕД.

I . ντροπιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [drɔˈpçazɔ] VERB перех.

1. ντροπιάζω (προκαλώ αίσθημα ντροπής):

ντροπαλ|ός <-ή, -ό> [drɔpaˈlɔs] ПРИЛ.

ντροπαλότητα [drɔpaˈlɔtita] SUBST ж., ντροπαλοσύνη [drɔpalɔˈsini] SUBST ж.

πλαστική [plastiˈci] SUBST ж.

ονομαστική [ɔnɔmastiˈci] SUBST ж.

αγγειοπλαστική [aɲɟiɔplastiˈci] SUBST ж.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский