греко » немецкий

προφυλάκισ|η <-εις> [prɔfiˈlacisi] SUBST ж.

προφυλακί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔfilaˈcizɔ] VERB перех.

προφυλακή [prɔfilaˈci] SUBST ж.

προφυλακτικό [prɔfilaktiˈkɔ], προφυλαχτικό [prɔfilaxtiˈkɔ] SUBST ср.

προφυλακτικ|ός [prɔfilaktiˈkɔs], προφυλαχτικ|ός [prɔfilaxtiˈkɔs] <-ή, -ό> ПРИЛ.

1. προφυλακτικός (που αποτρέπει κακό):

2. προφυλακτικός (προσεχτικός):

I . φυλακισμέν|ος <-η, -ο> [filacizˈmɛnɔs] ПРИЛ.

1. φυλακισμένος (σε φυλακή):

2. φυλακισμένος перенос. (όχι ελεύθερος, κλεισμένος):

II . φυλακισμέν|ος <-η, -ο> [filacizˈmɛnɔs] SUBST м./ж.

αποφυλάκισ|η <-εις> [apɔfiˈlacisi] SUBST ж.

προπηλακισμός SUBST

Статья, составленная пользователем

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский