греко » немецкий

Переводы „συμβούλιο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

συμβούλιο [siɱˈvuliɔ] SUBST ср.

2. συμβούλιο ЭКОН.:

διοικητικό συμβούλιο
Vorstand м.
εποπτικό συμβούλιο
έδρα ж. σε εποπτικό συμβούλιο
συμβούλιο εργαζομένων
συμβούλιο προσωπικού
γενικό συμβούλιο προσωπικού

Примеры со словом συμβούλιο

εθνικό συμβούλιο
δημοτικό συμβούλιο
εποπτικό συμβούλιο ЭКОН.
διοικητικό συμβούλιο
προεδρικό συμβούλιο
υπουργικό συμβούλιο
Kabinett ср.
γνωμοδοτικό συμβούλιο ЭКОН.
Beirat м.
συμβούλιο ειδικών
συμβούλιο εργαζομένων
συμβούλιο προσωπικού
έδρα ж. σε εποπτικό συμβούλιο ЭКОН.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский