греко » немецкий

Переводы „τακτοποί“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

τακτοποι|ώ [taktɔpiˈɔ], ταχτοποι|ώ [taxtɔpiˈɔ] <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> VERB перех.

1. τακτοποιώ (κανονίζω):

2. τακτοποιώ (βάζω σε τάξη):

τακτοποίησ|η [taktɔˈpiisi], ταχτοποίησ|η [taxtɔˈpiisi] <-εις> SUBST ж.

1. τακτοποίηση (διακανονισμός):

Regelung ж.

2. τακτοποίηση (ταξινόμηση):

Ordnung ж.

ορυκτοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɔriktɔpiˈɔ] VERB перех.

ακτοπλοΐα [aktɔplɔˈia] SUBST ж.

ατακτοποίητ|ος <-η, -ο> [ataktɔˈpiitɔs] ПРИЛ.

1. ατακτοποίητος (υπόθεση):

2. ατακτοποίητος (δουλειά που πρέπει να γίνει):

3. ατακτοποίητος (λογαριασμός):

τακτικ|ός [taktiˈkɔs], ταχτικ|ός [taxtiˈkɔs] <-ή, -ό> ПРИЛ.

1. τακτικός (με τάξη):

2. τακτικός (ακριβής, ευσυνείδητος):

3. τακτικός (σταθερά επαναλαμβανόμενος):

4. τακτικός (μέλος, καθηγητής):

5. τακτικός МАТЕМ.:

τακτ|ός <-ή, -ό> [takˈtɔs] ПРИЛ.

τακτική [taktiˈci], ταχτική [taxtiˈci] SUBST ж.

1. τακτική (τάξη):

Ordnung ж.

2. τακτική (στρατηγική):

Taktik ж.

τακάκι [taˈkaci] SUBST ср.

ρητοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ritɔpiˈɔ] VERB перех.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский