греко » немецкий

Переводы „φταίξιμο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

φταίξιμο [ˈftɛksimɔ] SUBST ср.

1. φταίξιμο (το να φταίει κανείς):

φταίξιμο
Schuld ж.
ποιανού είναι το φταίξιμο;
το φταίξιμο είναι δικό του
δικό μου το φταίξιμο
ρίχνω το φταίξιμο σε κάποιον

2. φταίξιμο (σφάλμα):

φταίξιμο
Fehler м.

Примеры со словом φταίξιμο

δικό μου το φταίξιμο
ποιανού είναι το φταίξιμο;
το φταίξιμο είναι δικό του

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский