греко » немецкий

Переводы „ασφαλιστικός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ασφαλιστικ|ός <-ή, -ό> [asfalistiˈkɔs] ПРИЛ.

2. ασφαλιστικός (σχετικός με την ασφάλεια):

ασφαλιστικός
Sicherheits-
ασφαλιστικός μηχανικσμός

Примеры со словом ασφαλιστικός

ασφαλιστικός φορέας
ασφαλιστικός κλάδος
ασφαλιστικός πράκτορας
ασφαλιστικός μεσίτης
ασφαλιστικός μηχανικσμός

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский