немецко » греческий

Переводы „βουλευτική“ в словаре немецко » греческий (Перейти к греко » немецкий)

βουλευτική περίοδος ж.
Sitzungsperiode ПОЛИТ.
βουλευτική σύνοδος ж.
βουλευτική αποζημίωση ж.
βουλευτική έδρα ж.
βουλευτική ασυλία
греко » немецкий

Переводы „βουλευτική“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

βουλευτική αποζημίωση
Diäten ж. мн.
βουλευτική περίοδος
βουλευτική ασυλία
βουλευτική έδρα
βουλευτική έδρα
βουλευτική ασυλία
βουλευτική περίοδος
παίρνω βουλευτική αποζημίωση

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский