немецко » греческий

Переводы „προϋπολογισμό“ в словаре немецко » греческий (Перейти к греко » немецкий)

περικοπή ж. στον προϋπολογισμό
παρέκκλιση ж. από τον προϋπολογισμό
περικοπή ж. στον προϋπολογισμό
χρηματοδοτούμενος από τον προϋπολογισμό
κάνω περικοπές στον προϋπολογισμό
haushaltsbezogen ЭКОН., ПОЛИТ.
σχετικός με τον προϋπολογισμό
εγγεγραμμένος στον προϋπολογισμό
σύμφωνα με τον προϋπολογισμό
καταρτίζω τον προϋπολογισμό για κάτι
παροχή ж. συμβουλών σε σχέση με τον προϋπολογισμό

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский