греко » немецкий

Переводы „συνέπεια“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

συνέπεια [siˈnɛpia] SUBST ж.

1. συνέπεια (αποτέλεσμα):

συνέπεια
Folge ж.
συνέπεια
είχε ως συνέπεια να
hatte zur Folge, dass
κατά συνέπεια

2. συνέπεια (ιδιότητα του συνεπούς):

συνέπεια

Примеры со словом συνέπεια

κατά συνέπεια
είχε ως συνέπεια να
hatte zur Folge, dass

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский