греко » немецкий

συνιδιοκτήτης (συνιδιοκτήτρια) [siniðiɔˈktitis, siniðiɔˈktitria] SUBST м./ж. (ж.)

συνιδιοκτήτης (συνιδιοκτήτρια)
Miteigentümer(in) м. (ж.)

συντάκτης [sinˈdaktis], συντάχτης [sinˈdaxtis] SUBST м., συντάκτρια [sinˈdaktria], συντάχτρια [sinˈdaxtria] SUBST ж.

1. συντάκτης (όποιος συντάσσει):

Verfasser(in) м. (ж.)
Autor(in) м. (ж.)

2. συντάκτης (εφημερίδας):

Redakteur(in) м. (ж.)

ιδιοκτήτης (ιδιοκτήτρια) [iðiɔˈktitis, iðiɔˈktitria] SUBST м./ж. (ж.)

2. ιδιοκτήτης (σε αντίθεση με τον ενοικιαστή):

Vermieter(in) м. (ж.)

ιδιόκτητ|ος <-η, -ο> [iðiˈɔktitɔs] ПРИЛ.

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST м., συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST м./ж.

συνοφειλέτης [sinɔfiˈlɛtis] SUBST м., συνοφειλέτρια [sinɔfiˈlɛtria], συνοφειλέτιδα [sinɔfiˈlɛtiða] SUBST ж.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский