греко » немецкий

δημοσία [ðimɔˈsia] НАРЕЧ.

δημοσιά [ðimɔˈsça] SUBST ж.

Примеры со словом δημόσια

δημόσια διοίκηση
δημόσια επιχείρηση
δημόσια έσοδα
δημόσια τάξη
δημόσια αρχή
δημόσια περιουσία
δημόσια υγεία
δημόσια οικονομικά
δημόσια ασφάλεια
δημόσια βάρη ЭКОН.
δημόσια εκπαίδευση
δημόσια υπηρεσία
δημόσια έξοδα
δημόσια επένδυση

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский