греко » немецкий

συστατικό [sistatiˈkɔ] SUBST ср.

συστατικό
κύριο συστατικό
ουσιώδες συστατικό

συστατικό SUBST

Статья, составленная пользователем
συστατικό

Примеры со словом συστατικό

συστατικό ср. κράματος
ουσιώδες συστατικό
συστατικό ένζυμο
συστατικό μέρος
κύριο συστατικό
συστατικό γράμμα

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский