греко » немецкий

Переводы „υπολογίζω“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

υπολογί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɔlɔˈjizɔ] VERB перех.

1. υπολογίζω (λογαριάζω):

υπολογίζω
υπολογίζω λάθος

2. υπολογίζω (συμπεριλαμβάνω):

υπολογίζω

3. υπολογίζω (συγκαταλέγω):

υπολογίζω μεταξύ +род.

4. υπολογίζω (λαβαίνω υπόψη):

υπολογίζω

5. υπολογίζω (δίνω σημασία):

υπολογίζω κάποιον/κάτι

6. υπολογίζω (βασίζομαι, υποθέτω):

υπολογίζω σε κάποιον
υπολογίζω να

Примеры со словом υπολογίζω

υπολογίζω να
υπολογίζω λάθος
υπολογίζω σε κάποιον
υπολογίζω κάποιον/κάτι

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский