греко » немецкий

αντίδρασ|η <-εις> [anˈdiðrasi] SUBST ж.

1. αντίδραση (αντενέργεια) ХИМ.:

αντίδραση
Reaktion ж.
δράση και αντίδραση
αλυσιδωτή αντίδραση
αντίδραση αντικατάστασης
αντίδραση αντικατάστασης
αντιστρεπτή αντίδραση ХИМ.
αμφίδρομη αντίδραση
αντίδραση βαρέων ιόντων
βασική αντίδραση ХИМ.
αντίδραση διάσπασης
ετερογενής αντίδραση
ιοντική αντίδραση
μερική αντίδραση
ομογενής αντίδραση
ομολυτική αντίδραση
ουδέτερη αντίδραση ХИМ.
περιτηκτική αντίδραση
αντίδραση πρώτης τάξης
πρωτογενής αντίδραση
πυρηνική αντίδραση
τεχνητή πυρηνική αντίδραση
αντίδραση ριζών
φωτεινή αντίδραση
χημική αντίδραση
μυϊκή αντίδραση

2. αντίδραση (αντίσταση):

αντίδραση
από αντίδραση
λαϊκή αντίδραση

αντίδραση SUBST

Статья, составленная пользователем
αντίδραση σύζευξης ХИМ.

Примеры со словом αντίδραση

αντίδραση ж. συμπύκνωσης
από αντίδραση
ομολυτική αντίδραση
περικυκλική αντίδραση
αλυσιδωτή αντίδραση
φωτοχημική αντίδραση
αντίδραση αντικατάστασης
αντιστρεπτή αντίδραση ХИМ.
αμφίδρομη αντίδραση
βασική αντίδραση ХИМ.
αντίδραση διάσπασης
ετερογενής αντίδραση
ιοντική αντίδραση
μερική αντίδραση
ομογενής αντίδραση
ουδέτερη αντίδραση ХИМ.
περιτηκτική αντίδραση

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский