греко » немецкий

βουτ|ώ <-άς, -ησα [ή -ηξα], -ήχτηκα, -η(γ)μένος> [vuˈtɔ] VERB перех./неперех.

1. βουτώ (βυθίζω σε υγρό):

tauchen in +вин.

2. βουτώ (βυθίζομαι):

tauchen in +вин.

3. βουτώ (κλέβω):

βουτιά [vuˈtça] SUBST ж.

1. βουτιά (πήδημα):

3. βουτιά СПОРТ (στο βόλεϊ):

βουλή [vuˈli] SUBST ж.

βοή [vɔˈi], βουή [vuˈi] SUBST ж.

1. βοή (ενοχλητικός θόρυβος: μηχανών, από πονοκέφαλο):

Dröhnen ср.

2. βοή (υπόκωφος και συνεχής ήχος χαμηλής έντασης):

Brummen ср.

3. βοή (μέλισσας):

Summen ср.

4. βοή (ανέμου, θάλασσας):

Brausen ср.

5. βοή (από πλήθος ανθρώπων):

Lärm м.

βουντού [vunˈdu] SUBST ср. неизм.

βουτηχτής (βουτήχτρια) [vutixˈtis, vuˈtixtria] SUBST м./ж. (ж.)

βουβ|ός <-ή, -ό> [vuˈvɔs] ПРИЛ.

βουΐ|ζω <-σα [ή -ξα] > [vuˈizɔ]

1. βουΐζω (ενοχλητικά: μηχανές):

2. βουΐζω (υπόκωφα):

3. βουΐζω (μέλισσα):

4. βουΐζω (άνεμος, θάλασσα):

5. βουΐζω (αφτιά):

6. βουΐζω (πλήθος ανθρώπων):

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский