греко » немецкий

Переводы „διαμέρισμα“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

διαμέρισμα [ðiaˈmɛrizma] SUBST ср.

1. διαμέρισμα (μέρος συνόλου):

διαμέρισμα
Teil м.

2. διαμέρισμα (κατοικία):

διαμέρισμα
Wohnung ж.
μικρό διαμέρισμα
Appartement ср.

3. διαμέρισμα (χώρας):

διαμέρισμα
εκλογικό διαμέρισμα

4. διαμέρισμα (τρένου):

διαμέρισμα
Abteil ср.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский