греко » немецкий

Переводы „κτηματολόγιο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

κτηματολόγιο [ktimatɔˈlɔjiɔ] SUBST ср.

κτηματολόγιο
Grundbuch ср.
κτηματολόγιο σιδηροδρόμων
αντίγραφο ср. από το κτηματολόγιο
καταχώρηση ж. στο κτηματολόγιο
αίτηση ж. καταχώρισης στο κτηματολόγιο

Примеры со словом κτηματολόγιο

κτηματολόγιο σιδηροδρόμων
αντίγραφο ср. από το κτηματολόγιο
αίτηση ж. καταχώρισης στο κτηματολόγιο
καταχώρηση ж. στο κτηματολόγιο

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский